Ένας άνθρωπος αυτοκτόνησε χθες πρωι πρωι στην κεντρικότερη πλατεία της Αθήνας. Ένας άνθρωπος του οποίου το όνομα ίσως να μην μάθουμε ποτέ. Θα είναι ο 77χρονος αυτόχειρας. Ένας ακόμα αριθμός στα μηχανάκια του συστήματος. Ένας ακόμα που δεν άντεξε. Τι σημασία έχει για αυτούς όλους που μετράνε, ότι ήταν απελπισμένος. Η απελπισία δεν έχει αριθμό. Δεν υπάρχει στις αριθμομηχανές τους, όπως και κανένα συναίσθημα.
Ο κόσμος περνούσε δίπλα του. Κάνεις δεν πρόσεξε τον απελπισμένο, έτσι κλεισμένοι όπως είμαστε στα κουκούλια μας. Εξάλλου, όλοι απελπισμένοι είμαστε. Κανείς δεν τον πρόσεξε, μέχρι που ο πυροβολισμός τους ξύπνησε όλους. Έτρεξαν να δουν τι γίνεται, να ειδοποιήσουν αστυνομία και ασθενοφόρο. Και κοιτούσαν. Κάποιοι, λέει, την ώρα που τον έπαιρναν οι νοσηλευτές, τον χειροκρότησαν κιόλας. Ίσως το έκαναν για να ξορκίσουν τους δαιμόνους της αυτοχειρίας. Ίσως το έκαναν για να πάρουν οι ίδιοι το κουράγιο να κάνουν το ίδιο.
Μάρτυρας. Μάρτυρας του συστήματος, μάρτυρας της ίδιας του της ζωής, μιας ζωής όπως των περισσότερων. Μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει δουλειά, οικογένεια, παιδιά. Λεφτάκια, ζωούλα και πάλι από την αρχή. Μάρτυρες κι εμείς μια αέναης καθημερινότητας που ισοπεδώνει κάθε τι το φρέσκο και το δημιουργικό και επικεντρώνεται στη εξεύρεση χρημάτων. Χρήματα για σπίτια, χρήματα για παιδεία, χρήματα για αυτοκίνητα, χρήματα για λογαριασμούς, χρήματα για φαγητό, χρήματα για ευτυχία.
Όνειρα πουθενά. Εξαφανίστηκαν μαζί με την έμπνευση για τη δημιουργία τους, μέσα με μια καθημερινότητα χωρίς ίχνος ελπίδας, χωρίς ίχνος ανθρωπιάς.
Σοκαριστήκαμε από την – σε κοινή θέα – αυτοκτονία, στην πλατεία Συντάγματος. Την πλατεία-σύμβολο του περσινού κινήματος των πλατειών, την πλατεία που βρίσκεται ακριβώς μπροστά στο κοινοβούλιο. Και ξαναπήγαμε εκεί το απόγευμα, να θρηνήσουμε για τη ζωή που χάθηκε και για τις επόμενες που θα ακολουθήσουν. Να θρηνήσουμε και για τις δικές μας ζωές που χάνονται καθημερινά στους δαιδάλους της κατάθλιψης. Πήγαμε ξανά εκεί, απομεινάρια μιας ελπίδας που ισοπεδώθηκε κάτω από τόνους χημικών, κάτω από τις γερακίσιες – όμοιες με αρπακτικών- ματιές των κυβερνώντων αυτής της χώρας, κάτω από το βάρος του φόβου και της προπαγάνδας των 8 το απόγευμα, κάτω από το βάρος της ίδιας μας της συνήθειας. Ανάψαμε κεριά, συζητήσαμε μεταξύ μας, σκεφτήκαμε πως αργότερα, σήμερα, αύριο, κάπου πάλι θ’ ακούσουμε για κάποιον απελπισμένο αυτόχειρα.
Και μετά γυρίσαμε εδώ, σταθεροί στα πληκτρολόγια, να χτυπάμε με μανία τα πλήκτρα της εκτόνωσής μας, να φωνάζουμε και να διαμαρτυρόμαστε οργισμένοι για όλους αυτούς που ισοπεδώνουν καθημερινά τη ζωή μας. Να φωνάζουμε με μια φωνή που χάνεται σε μαύρη τρύπα, χωρίς δύναμη, χωρίς θάρρος. Να φωνάζουμε μέχρι να ασχοληθούμε με το επόμενο θέμα μας, μέχρι να σοκαριστούμε από την επόμενη αυτοκτονία, μέχρι να εξοργιστούμε από το επόμενο σκάνδαλο, μέχρι να μην μείνει τίποτα όρθιο, εμείς να φωνάζουμε. Και μετά να συνεχίσουμε τη ζωή μας κανονικά, αυτή τη ζωή που μισούμε να ζούμε, σκεπτόμενοι τον «κακομοίρη τον άνθρωπο».
Και μετά έρχεται η ώρα της κάλπης. Και πάμε ξανά εκεί πίσω από την μπλε κουρτίνα. Κι εκεί μας επισκέπτονται οι δαίμονες του φόβου. Και της ανασφάλειας. Τι θα γίνει αύριο, τι θα γίνει μεθαύριο. Και πυροβολούμε κατά βούληση ακόμα μία φορά τον αυτόχειρα, αυτόν και όλους τους προηγούμενους και όλους τους επόμενους. Και επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη, πιστεύοντας πως οι ψεύτες, οι κλέφτες και οι προδότες ξαφνικά θα αλλάξουν και θα γίνουν τίμιοι και ενάρετοι. Πιστεύοντας πως δεν είμαστε ικανοί να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας, να τη διαχειριστούμε προς όφελος δικό μας και των συνανθρώπων μας. Κολλημένοι στις δήθεν ιδεολογίες μας, τις ισοπεδωμένες, τις διαλυμένες. Που τις ποδοπάτησαν αυτοί που στον αγώνα για τη διατήρηση της εξουσίας μας εξαπάτησαν, μας κορόιδεψαν, μας υποβάθμισαν, μας ξεφτίλισαν. Που δεν μπορούν να νοιώσουν τον πόνο της πείνας, τον πόνο του φόβου. Αυτοί που κάνουν δηλώσεις για το θάνατο σαν να ήταν ένα συνηθισμένο γεγονός, σαν να ήταν ένα πολιτικό δρώμενο και απλά έπρεπε να πουν κάτι.
Πρέπει να το καταλάβουμε. Δεν τους νοιάζει για εμάς. Αν θα ζήσουμε, αν θα πεθάνουμε, αν θα κλαίμε από τη δυστυχία. Τους νοιάζει αυτοί να μην πάθουν τίποτα. Να μην αναγκαστούν να σκεφτούν τα λάθη τους. Να μην κάνουν αυτοκριτική. Και πάνω απ’ όλα τους νοιάζει να μην χάσουν την εξουσία. Αυτή που τους τρέφει με αυταρέσκεια και κρύβει το τίποτά τους κάτω από στρώματα βαρύγδουπων δηλώσεων και ακαταλαβίστικων θεωριών.
Αυτούς, κάποιοι από εμάς θα τους αποθεώσουν πάλι…
Όλοι μας γνωρίζουμε κάποιον που υποφέρει. Σε λίγο θα υποφέρουμε κι εμείς που λυπόμαστε για τους άλλους. Αλήθεια, αυτή και μόνο η σκέψη δεν είναι αρκετή για να μας ταρακουνήσει; Τι είναι ικανό να μας βγάλει από τον μικρόκοσμο στον οποίο είμαστε παγιδευμένοι; Δεν μας αρκεί η φτώχεια, δεν μας αρκεί η δυστυχία, δεν μας αρκεί η κατάθλιψη; Αν όλα αυτά δεν είναι ικανά για να μας αφυπνίσουν, τότε λυπάμαι, αλλά είμαστε χωρίς ελπίδα. Τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς εμάς.
Κι εμείς τι κάνουμε; Συνεχίζουμε να καθόμαστε στα πληκτρολόγια, συνεχίζουμε να δηλώνουμε εξοργισμένοι στις κάμερες και στα κανάλια, και μετά σκύβουμε το κεφάλι και συνεχίζουμε το ίδιο ακριβώς μοτίβο που μας έφερε ως εδώ. Δουλίτσα, μεροκαματάκι, συνταξούλα, εξασφάλιση. Πληκτρολόγιο, διαμαρτυρία, θυμός, εκτόνωση, παιχνιδάκια, τραγουδάκια...
Το ίδιο και το ίδιο κάθε μέρα. Αέναο παιχνίδι με την καθημερινότητα.
Για μένα αυτό είναι το νόημα της αυτοκτονίας του συνανθρώπου μας χθες. Ήταν η αυτοκτονία νο 1721. Να καταφέρουμε να βγούμε από το μικρόκοσμό μας. Να φοβηθούμε γι’ αυτό που έρχεται, να πατήσουμε σ’ αυτό το φόβο και να αναρωτηθούμε. Έχουμε το θάρρος ν’ αντιπαλέψουμε; Έχουμε το θράσος να αντισταθούμε; Έχουμε το κουράγιο να κοιτάξουμε δίπλα μας;
Αν τα έχουμε όλα αυτά, τότε το μόνο που μας μένει είναι να κοιτάξουμε δίπλα μας, να πιαστούμε από τα χέρια και να ορμήσουμε για τη ζωή. Την πραγματική, αυτή έξω από την εικονικότητα, έξω από τη μιζέρια.
Για εμάς το έκανε. Για να καταλάβουμε ότι μόνοι μας θα χτίσουμε τον κόσμο στον οποίο θα αγαπάμε να ζούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου