"...Το λαρύγγι του είχε λαβωθεί απ' την επιθυμία του να φωνάξει με τη φωνή του γερακιού ή του αετού στα ύψη, να αναγγείλει με μια στριγκιά κραυγή τη λευτεριά του, στον άνεμο και στους αιθέρες. Κι αυτό το κάλεσμα ήταν η ζωή η ίδια, και καθόλου η μονότονη και χονδροειδής φωνή του καθήκοντος και της απελπισίας, ούτε κι εκείνη η απάνθρωπη φωνή που τον καλούσε στη δούλεψη της εκκλησίας. Μια μόνο στιγμή του άγριου μαγικού πετάγματος τον είχε λεφτερώσει κι η θριαμβική κραυγή, που τα κλειστά του χείλια συγκρατούσαν, έκανε το κεφάλι του να σπάει.
- Στεφανούμενος; φώναξε. Στεφανοφόρος.
Ο τρόμος του τον ακολουθούσε νύχτα μέρα, η αβεβαιότητα που τον κύκλωνε, η ντροπή που τον ταπείνωνε, τι είχαν γίνει όλα αυτά παρ' εκτός κουρέλια που έπεφταν από σώμα θνητό, ράκη που σέρνονταν. Η ψυχή του ανασταινόταν απ' τον τάφο της εφηβείας του. Ναι, ναι, ναι, με λεφτεριά και δύναμη μ' όλο το σθένος της ψυχής του, σαν εκείνον το μέγα μάγιστρο που είχε το όνομά του, θα πραγματοποιούσε ένα πράγμα όμορφο, ζωντανό και νέο, δυνατό και άφθαρτο, αδέσμευτο, ένα πράγμα καινούργιο.
Με μια νευρική κίνηση κατέβηκε γρήγορα απ' το βράχο, μη μπορώντας να συγκρατήσει την ορμή που τον έσπρωχνε. Τα μάγουλά του κατακόκκινα κι ένα κρυφό τραγούδι μέσα του έκανε να σφαδάζει το λαρύγγι του κι η νοσταλγία κάποιου ταξιδιού έκαιγε τα ποδάρια του, έτοιμα να τρέξουν ίσαμε την πιο μακρινή γωνία της γης. Η καρδιά του ούρλιαζε: "Εμπρός, προχώρα". Το βράδυ σκουραίνει το χρώμα της θάλασσας, η νύχτα απλώνονταν στην πεδιάδα, η αυγή ανεβαίνει στον ορίζοντα μπρος στα μάτια του ταξιδιώτη και του φανερώνει πεδιάδες, βουνά, λίμνες, άγνωστα πρόσωπα...Πού;..."
"....Ήτανε μόνος, ξεχασμένος απ' όλους, ευτυχισμένος κοντά στην άγρια καρδιά της ζωής. Ήτανε μόνος και νέος, γιομάτος θέληση και αγριάδα, μονάχος μες στην ερημιά του ελεύθερου αέρα, των αρμυρών νερών, ολομόναχος ανάμεσα σε κοχύλια και σε φύκια που φέρνει η θάλασσα μπρος στο μουντό φως του ήλιου και σε χαρούμενες μορφές παιδιών και νέων κοριτσιών, τριγυρισμένος από παρθενικές και παιδικές φωνές που αντηχούσαν στον αέρα..."
"...Ένα κορίτσι στεκόταν μπροστά του, όρθιο μες στο ρυάκι, μόνο κι ακίνητο κοιτώντας προς τη θάλασσα. Θα ' λεγες πως μάγια είχανε μεταμορφώσει αυτό το πλάσμα σε θαλασσοπούλι, όμορφο και παράξενο. Τα μακριά, λιγνά, γυμνά της πόδια, ντελικάτα σαν της Ίβιδος, πεντακάθαρα, παρεκτός εκεί που κόλλαγαν απάνω τους οι σμαραγδένιες πρασινάδες απ' τα φύκια σαν μια γιρλάντα. Τα μπούτια πιο γεμάτα, απαλόχρωμα σαν ελεφαντόδοντο, ήταν γυμνά ως τους γοφούς, όπου οι άσπρες νταντέλες του εσώρουχου μοιάζανε από μακριά σαν άσπρο, πουπουλένιο χνούδι. Οι φούστες της μπλε χρώμα βαθύ, ατημέλητα ανασηκωμένες ως τη μέση της, ξανάπεφταν προς τα πίσω σαν ουρά περιστέρας, το στήθος της όμοιο πουλιού, απαλό και τρυφερό, τρυφερό και απαλό σαν τον απαλό και πυκνόφτερο λαιμό μιας νέας τρυγόνας. Όμως, τα μακριά ξανθά μαλλιά της ήανε κοριτσίστικα, παρθενικά μαλλιά και άγγιζαν το θαυμαστό από ομορφιά θνητό της πρόσωπο.
Στεκόταν εκεί, μόνη και ήρεμη, κοιτώντας τη θάλασσα, κι όταν ένιωσε τον Στήβεν και το λατρευτικό του βλέμμα, γύρισε ήσυχα το κεφάλι της προς τη μεριά του, χωρίς αυθάδεια ή αδιαντροπιά. Ώρα πολλή αντίκριζε το βλέμμα του, ύστερα ήσυχα τράβηξε τα μάτια της, έσκυψε στο ρυάκι, ταράζοντας μαλακά το νερό με το ποδάρι της. Ένας ελάχιστος, αμυδρός παφλασμός νερού έσπασε τη σιωπή, μαλακός, και αρμονικός, ελάχιστος, μουρμουριστός, σαν τις καμπανούλες που ακούμε στον ύπνο μας..."
Απόσπασμα από το έργο του Τζέιμς Τζόϋς "Το πορτραίτο του καλλιτέχνη", έτσι όπως αναφέρεται στο βιβλίο της Μαντώς Αραβαντινού "Τζαίημς Τζόϋς, Ζωή και έργο" εκδ. Θεμέλιο
- Στεφανούμενος; φώναξε. Στεφανοφόρος.
Ο τρόμος του τον ακολουθούσε νύχτα μέρα, η αβεβαιότητα που τον κύκλωνε, η ντροπή που τον ταπείνωνε, τι είχαν γίνει όλα αυτά παρ' εκτός κουρέλια που έπεφταν από σώμα θνητό, ράκη που σέρνονταν. Η ψυχή του ανασταινόταν απ' τον τάφο της εφηβείας του. Ναι, ναι, ναι, με λεφτεριά και δύναμη μ' όλο το σθένος της ψυχής του, σαν εκείνον το μέγα μάγιστρο που είχε το όνομά του, θα πραγματοποιούσε ένα πράγμα όμορφο, ζωντανό και νέο, δυνατό και άφθαρτο, αδέσμευτο, ένα πράγμα καινούργιο.
Με μια νευρική κίνηση κατέβηκε γρήγορα απ' το βράχο, μη μπορώντας να συγκρατήσει την ορμή που τον έσπρωχνε. Τα μάγουλά του κατακόκκινα κι ένα κρυφό τραγούδι μέσα του έκανε να σφαδάζει το λαρύγγι του κι η νοσταλγία κάποιου ταξιδιού έκαιγε τα ποδάρια του, έτοιμα να τρέξουν ίσαμε την πιο μακρινή γωνία της γης. Η καρδιά του ούρλιαζε: "Εμπρός, προχώρα". Το βράδυ σκουραίνει το χρώμα της θάλασσας, η νύχτα απλώνονταν στην πεδιάδα, η αυγή ανεβαίνει στον ορίζοντα μπρος στα μάτια του ταξιδιώτη και του φανερώνει πεδιάδες, βουνά, λίμνες, άγνωστα πρόσωπα...Πού;..."
"....Ήτανε μόνος, ξεχασμένος απ' όλους, ευτυχισμένος κοντά στην άγρια καρδιά της ζωής. Ήτανε μόνος και νέος, γιομάτος θέληση και αγριάδα, μονάχος μες στην ερημιά του ελεύθερου αέρα, των αρμυρών νερών, ολομόναχος ανάμεσα σε κοχύλια και σε φύκια που φέρνει η θάλασσα μπρος στο μουντό φως του ήλιου και σε χαρούμενες μορφές παιδιών και νέων κοριτσιών, τριγυρισμένος από παρθενικές και παιδικές φωνές που αντηχούσαν στον αέρα..."
"...Ένα κορίτσι στεκόταν μπροστά του, όρθιο μες στο ρυάκι, μόνο κι ακίνητο κοιτώντας προς τη θάλασσα. Θα ' λεγες πως μάγια είχανε μεταμορφώσει αυτό το πλάσμα σε θαλασσοπούλι, όμορφο και παράξενο. Τα μακριά, λιγνά, γυμνά της πόδια, ντελικάτα σαν της Ίβιδος, πεντακάθαρα, παρεκτός εκεί που κόλλαγαν απάνω τους οι σμαραγδένιες πρασινάδες απ' τα φύκια σαν μια γιρλάντα. Τα μπούτια πιο γεμάτα, απαλόχρωμα σαν ελεφαντόδοντο, ήταν γυμνά ως τους γοφούς, όπου οι άσπρες νταντέλες του εσώρουχου μοιάζανε από μακριά σαν άσπρο, πουπουλένιο χνούδι. Οι φούστες της μπλε χρώμα βαθύ, ατημέλητα ανασηκωμένες ως τη μέση της, ξανάπεφταν προς τα πίσω σαν ουρά περιστέρας, το στήθος της όμοιο πουλιού, απαλό και τρυφερό, τρυφερό και απαλό σαν τον απαλό και πυκνόφτερο λαιμό μιας νέας τρυγόνας. Όμως, τα μακριά ξανθά μαλλιά της ήανε κοριτσίστικα, παρθενικά μαλλιά και άγγιζαν το θαυμαστό από ομορφιά θνητό της πρόσωπο.
Στεκόταν εκεί, μόνη και ήρεμη, κοιτώντας τη θάλασσα, κι όταν ένιωσε τον Στήβεν και το λατρευτικό του βλέμμα, γύρισε ήσυχα το κεφάλι της προς τη μεριά του, χωρίς αυθάδεια ή αδιαντροπιά. Ώρα πολλή αντίκριζε το βλέμμα του, ύστερα ήσυχα τράβηξε τα μάτια της, έσκυψε στο ρυάκι, ταράζοντας μαλακά το νερό με το ποδάρι της. Ένας ελάχιστος, αμυδρός παφλασμός νερού έσπασε τη σιωπή, μαλακός, και αρμονικός, ελάχιστος, μουρμουριστός, σαν τις καμπανούλες που ακούμε στον ύπνο μας..."
Απόσπασμα από το έργο του Τζέιμς Τζόϋς "Το πορτραίτο του καλλιτέχνη", έτσι όπως αναφέρεται στο βιβλίο της Μαντώς Αραβαντινού "Τζαίημς Τζόϋς, Ζωή και έργο" εκδ. Θεμέλιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου