Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Το μαναβάκι στο Σύνταγμα

Μεσημέρι Κυριακής 3 η ώρα. Ακριβώς μετά το φαγητό περπατώ στην αυλή κατευθυνόμενη προς το αυτοκίνητο. «Shit, που πάω ρε μεσημεριάτικα να μπλέξω στην Αθήνα μέσα στα Χριστούγεννα όλοι θα κάνουν βόλτες και ψώνια κι εμείς τα ψώνια θα διαμαρτυρόμαστε ειρηνικά στις πλατείες?» Έτσι σκέφτηκα…
Μπροστά μου η εθνική οδός. Κίνηση έχει. Που στο διάλο πάνε όλοι αυτοί μεσημεριάτικα? Για μια στιγμή οραματίστηκα όλους αυτούς στο Σύνταγμα να διαμαρτύρονται. Μάλλον φταίει το ότι ξέχασα να πάρω το χάπι μου... Αυτή η στριγκιά φωνίτσα βαρεμάρας και άρνησης μέσα στον εγκεφαλό μου είχε πάθει παραλήρημα «και που θα πας, και τι θα κάνεις, και τι δουλειά έχεις εσύ εκεί, και τι μαλακίες κάνετε, δε θ’ αλλάξετε εσείς τον κόσμο». Την αγνόησα. Η μουσική δυνατή στ’ αυτιά μου. Ροκ άκουγα, να πάρω θάρρος. Λες και πήγαινα να κάνω πόλεμο πια. Το φως γύρω μου κατακίτρινο και θαμπό. Ένα μίγμα υγρασίας και ήλιου με δόντια. Αναποφάσιστος κι ο καιρός. Προχωράω. Η οδήγηση στην εθνική σου επιτρέπει να μένεις για ώρα μόνος με τις σκέψεις σου κι εγώ σκεφτόμουν τι ωραία ασφαλτόστρωση έχουν κάνει στο δρόμο. Οτιδήποτε για να μη σκέφτομαι που πηγαίνω…
Μετά από καμιά ωρίτσα έφτασα στον κλεινόν άστυ. Τι τέρας Θεέ μου! Το Αιγάλεω σε ώρα λειτουργίας των καταστημάτων είναι σα να κόβεις βόλτες στα  στενά της κολάσεως την ώρα που δυναμώνουν τις φωτιές για τα καζάνια. Έλεος! Η χωριάτικη κωλοφαρδία μου λειτούργησε τελικά. Πάρκαρα αμέσως. Πήρα το Μετρό για το Σύνταγμα. Αδιαφορία. Ρε που πάω ρε? Φτάνω. Παίρνω τις κυλιόμενες για πάνω. Στην έξοδο της μπλε γραμμής, ακριβώς εκεί που ξεπροβάλλει το ταλαίπωρο κεφάλι του ταξιδιώτη, ακούγονται κρωξίματα από αρπακτικά! Κοράκια συγκεκριμένα. Γυρνάω, τι να δω. Προτζέκτορας προβάλλει μια φρικαλέα παρέα κορακιών να ίπτανται από πάνω μας έτοιμα να μας ξεσκίσουν. Λευκό το φόντο και τα πουλιά να κράζουν. Ποιος πούστης διεστραμμένος το σκέφτηκε αυτό? Βέβαια μόλις βγήκα στην πλατεία και αντίκρισα το τερατούργημα του τέως δημάρχου Νικήτα, αυτό το εξάμβλωμα με τα μπλε απαίσια λαμπάκια, κατάλαβα ότι όλα αυτά είναι μέρος του σατανικού του σχεδίου καταστροφής της πόλης. Και τότε έκανα τη σύνδεση. Τα κοράκια έφυγαν από το δέντρο και αναζητούσαν τον Νικήτα ανάμεσα στο κόσμο να του φάνε το σκαλπ! Ούτε αυτά δεν άντεξαν τόση ασχήμια.
Στην πλατεία πατείς με πατώ σε. Νέοι, γέροι και παιδιά σε παροξυσμό. Η μέρα της μαρμότας. Βγήκαν βόλτα ακριβώς όπως κάνουν κάθε φορά τα Χριστούγεννα. Να ξορκίσουν το κακό. Σαν τους προληπτικούς, που νομίζουν πως αν κάνουν πάντα την ίδια κίνηση, θα πάει γούρι. Όμως δυστυχώς η πραγματικότητα το μόνο που μοιράζει απλόχερα είναι σφαλιάρες. Μπας και ξυπνήσουμε…Έψαξα με το βλέμμα να δω το καρουζελ. Πουθενά! Πάει και το καρουζέλ. Είχα πει ότι άμα γίνουν φασαρίες στη συγκέντρωση (τρομάρα μας νομίζαμε ότι θα ήμασταν πολλοί), θα ανέβαινα στο καρουζέλ να κάνω την Κινέζα. Ο Νικήτας ολοκλήρωσε την εκδίκησή του…το εξαφάνισε!
 Στο απέναντι πεζοδρόμιο μπροστά στον άγνωστο στρατιώτη, η παρέα της διαμαρτυρίας έχει αρχίσει να μαζεύεται. 5 άτομα όλα  κι όλα. Το ήξερα ρε πούστη μου ότι δε θα έρθει κανείς. Αλλά δεν περίμενα αυτό το χάλι. Τους συνάντησα, συστηθήκαμε και περιμέναμε ένα φως. Κάποιος άλλος να φανεί. Μετά από λίγη ώρα ευτυχώς ήρθαν και κάποιοι άλλοι. Πάνω κάτω 30 άτομα. Κόσμος χαμός, πούλμαν από τα χωριά έρχονταν να δουν το μνημείο και να φωτογραφηθούν, σ’ εμάς φτύσιμο οι επαναστάτες του πληκτρολογίου….
Απλώσαμε κι εμείς το υλικό του αγώνα, πιάσαμε και το αυτοσχέδιο μικρό πανουδάκι που με τόσο κόπο και μαεστρία είχε φτιάξει η πρωθιέρεια του αγώνα μας η Αμελί και στηθήκαμε καμαρωτοί. Μας κοιτούσε ο κόσμος σαν εξωγήινους. Τι κάνουν αυτοί εδώ? Τι θέλουν Χριστουγεννιάτικα? «Ποιοι είστε?» με ρώτησε ένας κύριος. «είμαστε εμείς» του απάντησα. Δεν έχουμε ιδιαίτερα ονόματα. Κοινά είναι. Αμαλία, Όλγα, Αλίκη, Δημήτρης, Αποστόλης, Πέγκυ, απλοί άνθρωποι. Φοβόμαστε, υποφέρουμε, έχουμε χάσει τις δουλειές μας και θέλουμε αυτό να το πούμε και σε άλλους ανθρώπους, να το σκεφτούν κι αυτοί, να το επεξεργαστούν, να δουν πως νιώθουν. Είναι σημαντικό να μπορείς να νιώσεις. Σημαίνει ότι είσαι ακόμα άνθρωπος. Δεν είναι όλα χρήμα και δουλειές. Είναι και ζωή και χαρά και αγάπη και ευτυχία. Αυτά τα έχουμε χάσει προ πολλού. Εγώ γι’ αυτό είμαι εδώ. Για να μη χάσω την αγάπη μου και την ανάσα μου…Δε θέλω να κάνω φασαρίες, ούτε να σπάσω. Θέλω μόνο να πω ότι φοβάμαι…Ύστερα από 10 λεπτά να σου και οι αστυνομικοί. Να δούνε τι κάνουμε. Πως γίνεται κάθε φορά που δεν τους χρειάζεσαι να έρχονται αμέσως και όταν ληστεύουν τις τσάντες των γιαγιάδων να είναι πάντα απόντες, είναι μια απορία που την έχω από μικρό παιδί. Τέλος πάντων μας αφήσανε ήσυχους γιατί μας κόψανε για πολύ καλά παλικάρια και κορίτσια, ήσυχα και νομοταγή. Έκατσαν εκεί μπροστά με τις μηχανάρες τους και κοιτούσαν βλοσυρά. Ψαρωτικά τολμώ να πω. Τόσο, που μετά από μία ώρα με έπιασε κατούρημα.
Ο αγώνας τελικά διήρκεσε δύο ώρες! Μετά όλοι μαζί (όσοι απομείναμε) πήγαμε για καφέ σε μια καφετέρια που μου είπαν πως συχνάζουν διανοούμενοι και γενικά άνθρωποι του πνεύματος. Όταν επισκέφτηκα την τουαλέτα του καταστήματος πάντως κατάλαβα ότι ευτυχώς και δεν είμαι και τόσο του πνεύματος. Δε θέλει φαίνεται και πολλή καλλιέργεια για να μάθεις να πετάς το χαρτί στον κουβά και όχι στο πάτωμα….Τέλος πάντων, καθίσαμε έξω για να μπορούμε να καπνίζουμε γιατί μεταξύ του καταιγισμού νομοσχεδίων και της επέλασης των μνημονίων, μας κόψανε και το κάπνισμα. Και αφού γκρινιάξαμε και αναλύσαμε μέχρι τελικής πτώσεως τα αίτια που ο κόσμος, αν και δήλωσε συμμετοχή, δεν ήρθε ούτε καν σε μια ειρηνική διαμαρτυρία, και φυσικά δεν καταλήξαμε σε κανένα συμπέρασμα, καταστρώσαμε τα μελλοντικά μας σχέδια.
Γιατί μη μας βλέπετε έτσι λίγους και ήσυχους. Είναι να μην πάρουμε φόρα εμείς. Μετά δε μας σταματάει κανείς. Και να δείτε που μαζί με μας τους λίγους θα έρθουν κι άλλοι περίεργοι και σιγά σιγά μπορεί κάτι να συμβεί στο βασίλειο του χυμαδιού και της απάθειας. Γιατί, για όλα τα πράγματα αρκεί να γίνει μια αρχή. Και μετά να υπάρχει υπομονή και πίστη. Πίστη στον εαυτό μας και στις δυνάμεις μας. Και μπορεί τότε όλοι μαζί και βοηθώντας ο ένας τον άλλον, να καταφέρουμε να πάμε ένα μικρό βηματάκι πιο πέρα. Και μετά πιο πέρα και λίγο παρακάτω, μέχρι που να βγούμε στο ξέφωτο και να πάρουμε όλοι μαζί μια μεγάλη ανάσα και να είμαστε επιτέλους ευτυχισμένοι που βγήκαμε από το κουκούλι μας και κάναμε ένα μικρό γενναίο βήμα στον έξω κόσμο…
  Γυρίζοντας στο μικρό Γαλατικό μου χωριό μια γλυκόπικρη αίσθηση μου είχε κάτσει στην καρδιά. Πικρή γιατί θα ήθελα να ήμασταν πιο πολλοί. Το εύχομαι για την επόμενη φορά. Γλυκιά, γιατί αυτοί που ήμασταν, ήμασταν εκεί παρόντες στο ραντεβού με τη συνείδησή μας. Απλά το κάναμε. Τίποτα άλλο....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου