Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Ιστορία μου, ανεργία μου

Με την ανεργία συναντηθήκαμε το 2010, συγκεκριμένα την εποχή του Καστελλόριζου και της μώβ γραβάτας, αφού τότε αποφάσισε η αφεντικίνα μου, που είχε μια μικρή εταιρεία πληροφορικής, ότι δεν άντεχε πλέον τα χρέη και το κυνηγητό από τις τράπεζες και την έκλεισε.
Η αλήθεια είναι ότι, ήξερα ότι θα ήταν δύσκολο να βρω πάλι δουλειά, αλλά επειδή γενικώς τα προηγούμενα χρόνια κατάφερνα να βρίσκω δουλειά και μάλιστα, σχεδόν πάντα ενδιαφέρουσα, δεν μου πέρναγε από το μυαλό πόσο δύσκολο θα ήταν αυτή τη φορά…
Κάτι η ηλικία, πολύ περισσότερο η κρίση, πέρασαν 4 χρόνια από τότε και μόνο για 6 μήνες κατάφερα να εργαστώ για λίγο και για ελάχιστα χρήματα.

Το θέμα με την ανεργία και την εργασία είναι κυρίως το ψυχολογικό βάρος. Καθώς ζούμε σε μια κοινωνία δομημένη πάνω στα υλικά αγαθά και το χρήμα, σου δημιουργείται η εντύπωση, σε κάποιες περιπτώσεις και η πεποίθηση, ότι είσαι «άχρηστος» επειδή δεν δουλεύεις και δεν «προσφέρεις». Τουλάχιστον εγώ αυτό σκεφτόμουν. Στην αρχή. Αργότερα, όταν στέλνεις βιογραφικά και κανείς δε σου απαντάει, ούτε καν αρνητικά, όταν κάνεις συνεντεύξεις και ακούς όλα τα παράλογα, όλες αυτές τις απαιτήσεις επιπέδου σκλάβου, όλα αυτά που πρέπει να ανεχτείς, αρχίζεις και αισθάνεσαι μικρός, πολύ μικρός και αδύναμος που πρέπει να δεχτεί οτιδήποτε για να βρει δουλειά. Ξεχνάς τις σπουδές σου, τα πτυχία σου, την προϋπηρεσία σου, την εμπειρία σου. Όλα αυτά ισοπεδώνονται από την ανάγκη για δουλειά. Θα κάνεις οτιδήποτε για λίγα, πλέον, χρήματα. Με τον καιρό έρχεται η θλίψη και η κατάθλιψη. Συνεχίζεις να στέλνεις βιογραφικά. Ακόμα και να παρακαλάς για μια δουλειά παντελώς άσχετη με το αντικείμενό σου, για μια δουλειά που δεν θα είσαι παραγωγικός, που θα την μισείς για να πάρεις 400 ευρώ (μερικές φορές και λιγότερα) που δεν θα σου φτάνουν ούτε για να περάσεις το μισό μήνα.

Αρχίζεις και στερείσαι διάφορα πράγματα: από την παρέα των φίλων σου που μένουν μακριά αφού χρήματα για καύσιμα δεν περισσεύουν, βόλτες, μικρές απολαύσεις όπως το σινεμά, το θέατρο, μια συναυλία, καινούργια ρούχα, ακόμα όμως και βασικότερα πράγματα όπως είδη διατροφής, την οποία έχεις περιορίσει στα απολύτως απαραίτητα ίσα για να μην πεινάς. Αυτά βέβαια για κάποιους σαν κι εμένα που δεν έχουν οικογένεια και εξαρτώμενα μέλη. Για τους υπόλοιπους που έχουν οικογένειες, παιδιά που πηγαίνουν σχολείο, υποχρεώσεις, ούτε καν μπορώ να σκεφτώ σε ποια κόλαση ζουν.

Σε αυτή τη φάση της  ζωής μου εμφανίστηκαν οι φίλοι. Οι σύντροφοι, οι συναγωνιστές, οι δικοί μου άνθρωποι.  Οι πραγματικοί, αυτοί που νοιάζονται, που στάθηκαν και στέκονται δίπλα μου στην ανάγκη. Ομολογώ πως είμαι πάρα πολύ τυχερή σε αυτό. Γιατί έχω στη ζωή μου αυτούς τους ανθρώπους. Πριν δύο χρόνια σε μια εκδήλωση με θέμα την κρίση, τη κατάθλιψη και τις αυτοκτονίες, ένας ψυχίατρος είχε πει ότι  αν κάποιος μπορεί να κάνει κάτι για την κατάθλιψη αυτό είναι το να νοιαστεί τον διπλανό του. Μιλώντας λοιπόν με αυτούς τους όρους, το να έχω δίπλα μου ανθρώπους που με νοιάζονται, με φροντίζουν, μπορούν να γίνουν «αυτί» για τα προβλήματά μου, με στηρίζουν ψυχικά και υλικά, με κατατάσσει στην ειδική κατηγορία των ευτυχισμένων -  παρόλα τα προβλήματα - ανθρώπων. Αυτών που έχουν γλιτώσει την κατάθλιψη. Βέβαια, για να χτιστούν τέτοιες σχέσεις μεταξύ μας, αφού με κανέναν δεν γεννιόμαστε γνωστοί, υπήρξε μια σοβαρή προσπάθεια από όλες τις πλευρές, διάφορες δράσεις κοινωνικοποίησης, πολυς χρόνος που περάσαμε μαζί, και κυρίως άνοιγμα, καρδιάς και μυαλών. 
Τελικά αυτό  πιστεύω ότι είναι και το αντίδοτο στη μιζέρια και την κατάθλιψη που μας προκαλεί η ανεργία και η φτώχεια : η κοινωνικοποίηση. Η συλλογική δράση. Οι αγώνες. Μαζί με αυτούς τους ανθρώπους έχουμε δημιουργήσει τις δομές εκείνες που, μπορεί να πει κανείς, αποτελούν μια μικρή δίοδο διαφυγής από τις έννοιες, αλλά και σ ένα άλλο επίπεδο ακόμα και πεδίο εμβάθυνσης στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Μέσα από αυτές τις δομές προσπαθούμε να δούμε με λίγο διαφορετικό τρόπο αυτό που μας συμβαίνει και που έχει επίδραση στις ζωές όλων μας, άνεργων και μη. Μέσα από αυτές τις δομές άνθρωποι γνωρίστηκαν, μοιράστηκαν τις εμπειρίες τους, βοήθησαν ο ένας τον άλλον, προέκυψαν φιλίες, έρωτες, άλλες δομές, νέες ιδέες, ένας καταιγισμός συναισθημάτων νέων κάθε φορά, που ναι μεν μπορεί να μην μας προσφέρουν χρήματα, αλλά αναπληρώνουν συναισθηματικές  ανάγκες πολύ βασικές για την ψυχική ισορροπία μας. Μάθαμε να συνεργαζόμαστε, να δίνουμε και να παίρνουμε, να ανταλλάσσουμε, μάθαμε ότι όλα μπορούν να γίνουν με λίγα ή και καθόλου χρήματα. Όλα αυτά έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται με μεγάλο αγώνα, πολλή αγωνία, δυσκολίες, αλλά και με μεγάλη χαρά. Αποτελούν μια συνεχή εμβάθυνση στα κίνητρά μας, τα οποία αφορούν όχι μόνο τις συγκεκριμένες δράσεις αλλά και τη συνολική μας παρουσία στη ζωή, την ιδεολογία μας, τη ματιά μας απέναντι στα πράγματα. Ταυτόχρονα δίνουμε αγώνες σε επίπεδο καθημερινότητας για αξιοπρέπεια, αγάπη, δικαιοσύνη και ισότητα, για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για όλο τον κόσμο, για να μην υπάρχουν φτώχεια και αποκλεισμοί.

Παρόλη λοιπόν την κατάσταση μου, αυτή της άνεργης, πλέον σε καμία περίπτωση δεν αισθάνομαι ανενεργή ή παροπλισμένη. Δίνω τον αγώνα μου καθημερινά τόσο με τον εαυτό μου όσο και με τις συνθήκες που επικρατούν. Μερικές φορές κερδίζω και άλλες χάνω. Όμως δεν σταματώ. Μπορεί να κάνω κάποιες υποχωρήσεις σε ότι αφορά την αναζήτηση εργασίας, η οποία φυσικά και δεν τελειώνει αφού με κάποιον τρόπο θα πρέπει να πληρωθούν και οι συσσωρευμένοι λογαριασμοί (πάντως όχι με σκλαβιά των 200 ευρώ το μήνα και σίγουρα όχι με μόρια), πλέον όμως δεν αισθάνομαι μόνη και κυρίως δεν με αγγίζει όλη αυτή η συναισθηματική τρομοκρατία που ασκείται από την εξουσία με στόχο να γίνουμε όμορφα και πειθήνια πρόβατα. Αντιθέτως όλο αυτό το μαύρο πράγμα με κάνει να αισθάνομαι δυνατή… τι άλλο να κάνω άλλωστε…

Κλείνοντας θα ήθελα να πω σε όλους που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με μένα : κουράγιο! Δεν είστε μόνοι. Βγείτε έξω, μιλήστε με άλλους ανθρώπους, μοιραστείτε το πρόβλημά σας, την ιστορία σας, ενωθείτε με άλλους στην ίδια κατάσταση, συζητήστε, αγωνιστείτε, ενώστε τις φωνές σας, διαμαρτυρηθείτε, αντιδράστε! Είμαστε άνθρωποι, με σάρκα και οστά, όχι ανθρωπάκια - αριθμοί στις αριθμομηχανές τους και στις λίστες τους, θέλουμε να ζήσουμε με αξιοπρέπεια και αγάπη, δεν θα τους χαρίσουμε τις ζωές μας. Συνεχίζουμε τον αγώνα μας για έναν καλύτερο κόσμο και είμαι σίγουρη ότι στο τέλος θα ξαναφέρουμε την αγάπη…

Είμαι η Όλγα κι αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου τα τελευταία 3 χρόνια.....


Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Η φωνή της άμμου (ο θάνατος, ένα μικρό κομμάτι της ζωής)

Ήταν μια φορά ένας ποταμός.... Ένας γέρικος ποταμός που κανείς δεν ξέρει πως πήγε και χώθηκε μέσα στην άμμο της ερήμου και χάθηκε...

Όμως, έτσι όπως βάλτωνε ανάμεσα στους 
αμμόλοφους, ο ποταμός θυμότανε... Θυμόταν πως ερχότανε από ένα ψηλό βουνό. Τόσο ψηλό, που η κορφή του ήταν ένα με τον ουρανό. Θυμόταν να 'χει διασχίσει κοιλάδες, δάση, πόλεις, ορμητικός, πλατύς κι όλο και πιο πλατύς, περήφανος! Όμως, ποια κακιά μοίρα τον οδήγησε εκεί που δεν υπάρχει δρόμος για πουθενά; Να πάει που; Και πως να διασχίσει την καυτή άμμο που 'μοιαζε απέραντη; Δεν ήξερε. Κι απελπιζότανε. Μα εκεί που προσπαθούσε μάταια να βρει μια λύση, άκουσε μια μικρή φωνή που 'βγαινε απ' την καρδιά της άμμου:
- Πέτα! Πέτα! Κάνε όπως ο άνεμος
- Μα είμαι πλάσμα της γης, απάντησε ο ποταμός. Δεν ξέρω να πετάω.
- Έχε εμπιστοσύνη στους αέρηδες. Στις μεγάλες αύρες που πάνε μακριά. αφέσου ν' απορροφηθείς. Ο άνεμος θα σε πάει πέρα....
- Να έχω εμπιστοσύνη στον άστατο αέρα; Όχι, ποτέ δε θα μπορούσα. Εγώ πάντα έσπρωχνα τα κύματα, τα ρεύματα, τους μικρούς μου καταρράκτες στον κόσμο της στεριάς. Ανήκω στη γη εγώ! Εκεί είναι η ζωή μου.
Τότε η φωνή της άμμου του είπε - και δεν ήταν παρά ένας ψίθυρος :
- Η ζωή είναι πλασμένη από μεταμορφώσεις. Ο άνεμος θα σε πάει πέρα από την έρημο, θα σε ξαναφήσει να πέσεις στη γη, σαν βροχή. Θα ξαναγίνεις ποτάμι....
Έξαφνα, ένας μεγάλος φόβος κυρίευσε τον γέρο-ποταμό. Φώναξε :
- Μα εγω δεν θέλω να αλλάξω. Θέλω να μείνω αυτό που είμαι!
- Δεν το μπορείς, είπε η φωνή της άμμου. Κι αν μιλάς έτσι, αυτό σημαίνει πως δε γνωρίζεις ποιος στ' αλήθεια είσαι. Το σώμα σου, σαν σώμα ποταμού, είναι περαστικό. Όμως η άφθαρτη ύπαρξή σου απορροφήθηκε πολλές φορές από τον άνεμο, έζησε στα σύννεφα και ξαναβρήκε τη γη για να κυλήσει πάλι, να τρέξει, να ζήσει...

Ο ποταμός έμεινε σιωπηλός... Και μέσα στη σιωπή μια θύμηση παλιά ξύπνησε μέσα του σαν άρωμα μακρινό, ξεχασμένο. "Όλα αυτά δεν είναι παρά ένα όνειρο" σκέφτηκε. Η καρδιά του απάντησε "Κι αν αυτό το όνειρο είναι ο μοναδικός σου δρόμος για τη ζωή από δω και πέρα;"

Όταν έπεσε η νύχτα, ο ποταμός έγινε ομίχλη. Φοβισμένος, άνοιξε τα σκοτεινά φτερά του και υποδέχτηκε τον άνεμο  που τον σήκωσε ψηλά. Κι αναπάντεχα, θυμήθηκε πως είχε ξαναζήσει στον ουρανό, εκεί που πετάνε τα πουλιά, και μια άγρια χαρά τον πλημμύρισε. Ένα γάργαρο γέλιο ξεπήδησε από μέσα του, κι ενώ γελούσε, ο άνεμος τον πήρε πέρα από την έρημο και τον απόθεσε στην κορφή ενός βουνού.

Όταν ξημέρωσε, μακριά του, χαμηλα πολύ, ακούστηκε η φωνή της άμμου που μουρμούριζε σαν κύμα :
- Βλέπετε στην κορφή του βουνού εκείνο τ' άσπρο σύννεφο; Θα βρέξει εκεί πάνω, εκεί που φυτρώνει το τρυφερό χορτάρι. Κι ένας καινούργιος ποταμός θα γεννηθεί. Ναι, το ξέρουμε καλά. Τα ξέρουμε όλα για τα χίλια πρόσωπα της ζωής, εμείς που σαν κόκκοι άμμου έχουμε πάντα ένα και μόνο πρόσωπο...

Και συνέχισε να μουρμουρίζει και να μιλά και φαίνεται πως μιλάει ακόμα. Το παραμύθι της άμμου δεν έχει τελειωμό. Μοιάζει με τις αέναες αλλαγές της ζωής και με τη μνήμη του κόσμου...




Από το βιβλίο : "Δέκα και ένα παραμύθια σοφίας για καιρούς κρίσης και άλλων δεινών" της Λίλης Λαμπρέλλη από τις εκδόσεις Πατάκη






Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Τα δεκανίκια - Ελευθερίας εγκώμιον

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια πολιτεία μονάχη, στη μέση του πουθενά. 
Και σ΄αυτήν την πολιτεία βασίλευε ένας βασιλιάς που μια μέρα πήγε για κυνήγι κι εκεί – κανείς δεν ξέρει πως – κάτι τρόμαξε τα’ άλογό του κι αυτό χλιμίντρισε άγρια κι ορθώθηκε στα δυο του πόδια και γκρέμισε τον βασιλιά, που πληγώθηκε βαριά και πήγε να πεθάνει. Και φώναξαν γιατρούς, φώναξαν μάγους για να γιάνει…

Και γέρεψε. Μόνο που δεν θα μπορούσε ποτέ πια να ξαναπερπατήσει δίχως στήριγμα. Γι’ αυτό και του ‘φτιαξαν δεκανίκια χρυσά.

Όμως ο βασιλιάς δεν ήθελα να είναι ο πρώτος απ’ όλους και να ‘ναι μονάχα αυτός ανήμπορος. Ήθελε να είναι ο πρώτος ανάμεσα σε ίσους. Έτσι έβγαλε διαταγή και κήρυκες την κήρυξαν απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ ολόκληρη την πολιτεία:
- Ακούστε, ακούστε! Νέοι, γέροι και παιδιά κι αυλικοί και δουλικά κι αγρότες και στρατιώτες… Ο πολυχρονεμένος βασιλιάς προστάζει, όλοι να περπατούν με δεκανίκια. Βασιλική διαταγή! Και σ’ όποιον παρακούσει, η ποινή είναι θάνατος!

Στην αρχή, κάποιοι βρήκανε τόσο παράλογη τη διαταγή που την αψήφησαν. Όμως, σαν πέσανε κεφάλια, όλοι υπάκουσαν και μια νεκρική σιωπή τύλιξε την πολιτεία, που την έσπαγε πού και πού ο ξερός ήχος απ’ τα δεκανίκια πάνω στο πατημένο χώμα και τις πλάκες τις παλιές, στα σοκάκια και τις αυλές…

Και πέρασε καιρός. Και σιγά σιγά, μικροί μεγάλοι ξέμαθαν να περπατούν σαν πρώτα. Κι οι παλιοί γέρασαν και φύγανε και καινούργια παιδιά γεννήθηκαν που ποτέ δεν είχαν δει κανένα να περπατάει δίχως δεκανίκια. Και πέρασε κι άλλος καιρός, ώσπου, μια μέρα, σε βαθιά γεράματα πέθανε ο μικρός, στην ψυχή του, βασιλιάς.

Τότε, ένας γέρος ερημίτης που ζούσε σε μια καλύβα στην άκρη του δάσους και που δεν κρατούσε δεκανίκια παρά μονάχα τις λίγες φορές που έπρεπε, για να πάρει ρύζι και λίγο τσάι, να κατεβεί ως το χωριό, τόλμησε, για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια και χρόνια, να περπατήσει μπροστά στους χωριανούς του χωρίς δεκανίκια.
- Κοιτάξτε! Κοιτάξτε με, τους είπε. Ποτέ δεν ξέμαθα να περπατάω, γιατί είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου να θέλει να στέκεται ορθός. Προσπαθήστε κι εσείς. Μπορείτε! Πέθανε ο βασιλιάς! Δεν έχετε τίποτα να φοβηθείτε!

Κάποιοι από τους πιο νέους πέταξαν τα δεκανίκια και προσπάθησαν να περπατήσουν. Όμως, δεν τα κατάφεραν. Πέσανε στο χώμα γεμίζοντας πληγές. 

Τότε όλοι στο χωριό τον πήρανε τον ερημίτη με τις πέτρες κι εκείνος, γυρνώντας με σκυμμένο το κεφάλι στην καλύβα του, είχε καταλάβει πως όταν κάποιος είναι σκλάβος μιας ανημπόριας ανύπαρκτης για τόσο πολύ καιρό, δεν μπορεί να γίνει ελεύθερος από τη μία στιγμή στην άλλη. Θα πληγωθεί. Γιατί η τόλμη δεν αρκεί. Χρειάζεται κι υπομονή κι επιμονή και πειθαρχία η ελευθερία. Και κανένας δεν μπορεί να σου την επιβάλλει, αν βαθιά μέσα σου δεν την λαχταράς…

Όμως, το ίδιο εκείνο βράδυ, μόλις έπεσε να κοιμηθεί, ο ερημίτης άκουσε έναν ήχο, κάτι σαν σούρσιμο φύλλων στο κατώφλι του. Πίστεψε πως ήταν ο αέρας και δεν σάλεψε. Αλλά, σε λίγο ο ήχος ξαναγύρισε σαν χτύπημα ρυθμικό πάνω στην πόρτα. Σηκώθηκε, άναψε το λυχνάρι, ξεμαντάλωσε και είδε δέκα ζευγάρια λαμπερά μάτια να τον κοιτούν. Ήταν δέκα παλικάρια από το χωριό που του είπαν :
- Δάσκαλε, μάθε μας να περπατάμε χωρίς δεκανίκια. Δίδαξέ μας την ελευθερία που έχει το ζαρκάδι στο δάσος και το άλογο στη στέπα κι ο λαγός και το κουνάβι και ο άσβος…
- Δεν είμαι Δάσκαλος. Είμαι ένας άνθρωπος μονάχος που επειδή δεν είχα να νοιαστώ γυναίκα και παιδιά, μπόρεσα κι αψήφησα την διαταγή του βασιλιά. Δεν χρειάστηκε να μάθω τίποτα. Μόνο να μην ξεμάθω. Τι θα μπορούσε να διδάξει κάποιος που δεν ξέμαθε;

Όμως τα’ αγόρια επέμειναν και παρακάλεσαν και δεν δέχονταν να φύγουν αν δεν μάθαιναν από εκείνον που δεν ξέμαθε.

Ο γέρος τους κράτησε. Και μέρα τη μέρα, σιγά σιγά, οι μυώνες τους δυνάμωσαν και τα πόδια άρχισαν να μπορούν να κουβαλούν το σώμα. Κι ύστερα, βάλθηκαν να τρέχουν κι έπειτα έμαθαν να χορεύουν ξεχασμένους παλιούς χορούς…

Σαν ένιωσαν πως ήταν έτοιμοι, κατέβηκαν στο χωριό, περπατώντας με το σώμα στητό και τα χέρια ελεύθερα. Και μπροστά στους έκπληκτους χωριανούς, έτρεχαν κι έκαναν τούμπες και χόρευαν. Τότε δεν έμεινε κανείς να μην τους ακολουθήσει. Όλοι πέταξαν τα δεκανίκια και πήγαν να χορέψουνε.
- Περιμένετε! Τους φώναζε ο γέροντας. Όχι απότομα! Σιγά σιγά θα πρέπει το σώμα να συνηθίσει για να μπορεί να υπακούσει στου χορού το ρυθμό. Δεν ήρθε ακόμα η ώρα… όχι ακόμα…!

Όμως, όπως κανένας δεν ήθελε ν’ ακούσει, δεν έμεινε κανένας να μην πέσει ανήμπορος στο χώμα. Κι εκεί να δεις πληγές και σπασίματα και φωνές και βογκητά και ουρλιαχτά! Κι έγινε μεγάλη ταραχή. Κι ήρθαν στρατιώτες κι έπιασαν τους ταραχοποιούς. Κι οι δικαστές τους δίκασαν, ξεθάβοντας τον παλιό νόμο.
- Σκληρός ο νόμος, αλλά νόμος, είπε ο καινούργιος βασιλιάς. Η ποινή είναι θάνατος!

Ο Δάσκαλος και τα δέκα παλικάρια χάθηκαν. Όλα ξαναγύρισαν στον παλιό, γνώριμο ρυθμό που δίνουνε τα δεκανίκια, και ποτέ πια κανείς δεν τόλμησε να περπατήσει δίχως στήριγμα σε εκείνη την πολιτεία.

Κι από τότε, στον τόπο εκείνο, όταν οι παραμυθάδες λένε παραμύθια, αφηγούνται και μια ιστορία παράξενη : πως κάποτε, σε κάποιο μέρος του κόσμου, οι άνθρωποι περπατούσανε με το σώμα στητό και τα χέρια ελεύθερα…   



Από το βιβλίο της Λίλης Λαμπρέλλη : "Δέκα και ένα παραμύθια σοφίας για καιρούς κρίσης και άλλων δεινών" εκδ. Πατάκη

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Ανοιχτές βιβλιοθήκες – Ανοιχτά μυαλά!

Η υπαίθρια βιβλιοθήκη στη Δημοτική Αγορά της Κορίνθου στήθηκε για πρώτη φορά στα πλαίσια της έκθεσης “Φαντάσου την πόλη: Κόρινθος 2013” τον Ιούνιο του 2013 και αποτελεί μια προσπάθεια που γίνεται από πολίτες της Κορίνθου να στηθεί μια ανοιχτή δομή ανταλλαγής βιβλίων και γνώσης, μέσα στο κέντρο της πόλης.

Ο στόχος μας είναι να λειτουργήσει σαν ένας χώρος στον οποίο ο καθένας μας θα μπορεί ελεύθερα να φέρει και να δανειστεί βιβλία, να τον χρησιμοποιήσει για διάβασμα και συζήτηση ή απλά ως μια ήσυχη γωνία στοχασμού και περισυλλογής.

Ο χώρος της υπαίθριας βιβλιοθήκης δεν ανήκει σε κανέναν συγκεκριμένα. Ανήκει σε όλους μας εξίσου και όλοι μαζί είμαστε υπεύθυνοι να τον διατηρούμε καθαρό, τακτοποιημένο, με τα βιβλία στη θέση τους. Μπορούμε να δανειστούμε βιβλία χωρίς χρέωση και χωρίς έλεγχο, έχοντας όμως στο νου μας να τα επιστρέψουμε για να τα χαρούν και άλλοι μετά από εμάς.

Απώτερος σκοπός αυτής της προσπάθειας είναι να ανοίξουμε τα μυαλά μας. Να εκπαιδευτούμε στο μοίρασμα, την συντροφικότητα και την ανταλλαγή, διαβάζοντας βιβλία που θα προσφέρουν, εκτός από γνώση ή πληροφορίες, την ευκαιρία να ταξιδέψουμε, να φανταστούμε, να προβληματιστούμε και να εμπνευστούμε. Βιβλία πολύτιμοι σύντροφοι που θα μας οδηγήσουν σε μια βαθύτερη αναζήτηση του δικού μας δρόμου.

Και ευελπιστούμε ότι, με την βοήθεια όλων, η υπαίθρια βιβλιοθήκη θα συνεχίσει τη λειτουργία της και μετά το τέλος της έκθεσης, για να μπορούμε όλοι μας να έχουμε ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση και στους ορίζοντες που μόνο ένα βιβλίο μπορεί να ανοίξει.

Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Μια μικρή θεατρική παράσταση ερασιτεχνών

Μια θεατρική παράσταση που προετοιμάζαμε με μεγάλη φροντίδα από το καλοκαίρι, γίνεται πραγματικότητα

Θα παρουσιαστούν δύο μονόπρακτα των 
Αργύρη Χιόνη : "Ο Ρήτορας" και
Ματέι Βισνιέκ : "Θα περιμένετε να περάσει ο καύσωνας" 

που πραγματεύονται θέματα πολιτικά και κοινωνικά όπως το πρόσωπο της εξουσίας, ο ρατσισμός, ο φασισμός και παρουσιάζονται με έναν ιδιότυπο, ποιητικό τρόπο.


Λίγα λόγια για τους συγγραφείς

Ματέι Βισνιέκ : «Είμαι συγγραφέας του κόσμου, ανήκω στις λέξεις μου»
Ο Βισνιέκ είναι ένας συγγραφέας πολυπαιγμένος, με διεθνή αναγνώριση. Ρουμάνος, που ζει χρόνια στο Παρίσι και που πλέον γράφει στη γλώσσα της χώρας που τον υποδέχτηκε ως πολιτικό πρόσφυγα το 1987, μεταφέρει στη σκηνή με ποιητική αλλά και χιουμοριστική ματιά, την αγωνία του για τον άνθρωπο, σε όποιες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες και να βρίσκεται, στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα.


Από συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό CITY τον Ιανουάριο του 2007

"Γράφω έτσι επειδή η ζωή από μόνη της είναι ένα μείγμα δράματος και κωμωδίας, γέλιου και κλάματος, καταστάσεων τραγικών και αστείων, γελοίων και ηρωικών… Αλλά έτσι είναι ο άνθρωπος, ένα πλάσμα αντιφατικό, ικανό να κουβαλά σε όλη του τη ζωή τρομερές αντιφάσεις, να είναι την ίδια στιγμή καλός και στοργικός πατέρας και ταυτόχρονα κακός και σκληρός με τους ανθρώπους γύρω του. Ο άνθρωπος με ενδιαφέρει περισσότερο από οτιδήποτε, θέλω να καταλάβω την ανθρώπινη φύση και το πώς είναι δυνατόν να ζει με τις αντιφάσεις του.
Πάντοτε σε ότι γράφω δίνω μια διάσταση ποιητική. Δεν μπορώ να γράψω «ρεαλιστικά», πολύ απλά δεν με ενδιαφέρει. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ξεκινώντας από μια πραγματική (ρεαλιστική) κατάσταση, να φτάσω στο φανταστικό, το γκροτέσκο, ακόμη και στο παράλογο…"


Αργύρης Χιόνης : Από τα τρία θεατρικά κείμενα που περιέχονται στο παρόν βιβλίο, τα δύο («Ο Ρήτορας» και «Αυτός εκτός και εντός του κουστουμιού του») γράφτηκαν το φθινόπωρο του 1971 ενόψει του διαγωνισμού μονόπρακτου που είχαν προκηρύξει για τις Κάτω Χώρες, ο θεατρικός οργανισμός Sater και το λογοτεχνικό περιοδικό Soma. Την εποχή εκείνη δεν είχα συμπληρώσει δύο χρόνια διαμονής στο Άμστερνταμ και Ολλανδικά μου δεν ήσαν επαρκή για να γράψω ζωντανούς διαλόγους. Προσέφυγα λοιπον στη λύση της παντομίμας, για την οποία απαιτούνταν μόνο σκηνικές οδηγίες. Τα δύο αυτά έργα απέσπασαν το πρώτο βραβείο και, κατά την ημέρα της απονομής, παραστάθηκαν από τον Stater.

Στον "Ρήτορα", ένας βουβός, αειφάγος και αδηφάγος πολιτικάντης γοητεύει το βουβό πλήθος


Που και πότε;

Στο θέατρο «Το πρώτο Σκαλί» Αποστόλου Παύλου 44, Κόρινθος
Κυριακές 6 -13 και 27 Απρίλη

Ώρα έναρξης 7.30μμ

Είσοδος ελεύθερη
(για τις συγκεκριμένες παραστάσεις, θα υπάρχει κουτί οικονομικής ενίσχυσης και τα χρήματα θα καλύψουν τα έξοδα της παράστασης και του χώρου που την φιλοξενεί)

Παίζουν οι : Γιώργος Τασιούλης και Όλγα Παπαλεξάνδρου
Σκηνοθεσία/Διδασκαλία : Χριστίνα Σακελλαράκη
Στους φωτισμούς : Δημήτρης Κουτάντζης/Δημήτρης Καφαντάρης

Μετά το τέλος της κάθε παράστασης, για όποιον ενδιαφέρεται να παραμείνει, θα ακολουθεί συζήτηση.